- παράρρυθμος
- παράρρυθμοςout of timemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράρρυθμος — η, ο / παράρρυθμος, ον, ΝΑ 1. αυτός που δεν έχει ρυθμό, που είναι εκτός ρυθμού 2. (για σφυγμό) άτακτος, ακανόνιστος, ανώμαλος αρχ. αυτός που βρίσκεται στον ρυθμό ή στο χρονικό μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ρρυθμος (< ῥυθμός), πρβλ. κατά… … Dictionary of Greek
παραρρύθμους — παράρρυθμος out of time masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρρυθμίζω — Μ [παράρρυθμος] καταστρέφω τον ρυθμό … Dictionary of Greek